- ναννάριον
- ναννάριον, τὸ (Α)1. (κατά τον Ησύχ.) «εἶδος τι ἀσώτων»2. ως κύριο όν. Ναννάριονόνομα εταίρας.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται ίσως για υποκοριστικό τ. τού νάννας, παράλλ. τ. τών νέννος, νόννος, που δήλωναν τον θείο ή, στον αντίστοιχο θηλ. τ., τη θεία ή τη γιαγιά (πρβλ. νεοελλ. μανάρι)].
Dictionary of Greek. 2013.